Β. Έκθεση Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (άρθρο 75 παρ. 1 ή 2 του Συντάγματος)

Σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 75 του Συντάγματος:

«1. Kάθε νομοσχέδιο και κάθε πρόταση νόμου που συνεπάγονται επιβάρυνση του προϋπολογισμού, εφόσον υποβάλλεται από Yπουργούς, δεν εισάγεται για συζήτηση, αν δε συνοδεύεται από έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Kράτους που καθορίζει τη δαπάνη εφόσον υποβάλλεται από βουλευτές, διαβιβάζεται πριν από κάθε συζήτηση στο Γενικό Λογιστήριο του Kράτους, που υποχρεούται να υποβάλει στη Bουλή σχετική έκθεση μέσα σε δεκαπέντε ημέρες. Aν η προθεσμία αυτή περάσει άπρακτη, η πρόταση νόμου εισάγεται για συζήτηση και χωρίς έκθεση.

2. Tο ίδιο ισχύει και για τις τροπολογίες, αν το ζητήσουν οι αρμόδιοι Yπουργοί. Σ' αυτή την περίπτωση το Γενικό Λογιστήριο υποχρεούται να υποβάλει στη Bουλή την έκθεσή του μέσα σε τρεις ημέρες. Mόνο αν αυτή η προθεσμία περάσει άπρακτη, η συζήτηση προχωρεί και χωρίς έκθεση.» (Βλ. και τα άρθρα 85 παρ. 5 και 88 παρ. 5 του Κανονισμού της Βουλής.)


Σύμφωνα με την περ. β της παρ. 2 του άρθρου 62 του ν. 4622/2019, η έκθεση του άρθρου 75 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος προσδιορίζει τη δημοσιονομική επίπτωση επί του Προϋπολογισμού Γενικής Κυβέρνησης από τις διατάξεις της ρύθμισης, κατόπιν αξιολόγησης της εισήγησης του Προϊσταμένου Οικονομικών Υπηρεσιών του οικείου Υπουργείου, με βάση το άρθρο 24 παράγραφος 5 του ν. 4270/2014 όπως ισχύει. Ως συνοδευτικό κείμενο των προς κατάθεση νομοσχεδίων ή τροπολογιών, καταρτίζεται επί του τελικού κειμένου αυτών και αφού αυτά υπογραφούν από τους συναρμόδιους Υπουργούς.



Με βάση τις παραπάνω διατάξεις, η διάρθρωση της έκθεσης παρατίθεται στο Υπόδειγμα της Ανάλυσης ως Ενότητα Β.

Αρμόδια υπηρεσία για τη σύνταξη της εν λόγω έκθεσης είναι το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.

Για τη συμπλήρωση των πεδίων 15 και 16 της Ενότητας Β θα πρέπει να εφαρμοσθούν τα ακόλουθα:


Θα πρέπει να είναι σύντομη και να εξυπηρετεί απλώς τις ανάγκες της κατανόησης των ποσών που θα παρατεθούν για κάθε άρθρο.

Θα πρέπει να περιορισθεί το φαινόμενο εκθέσεων που αναφέρουν ότι δεν μπορεί να προσδιορισθεί το κόστος. Ακόμη και εάν δεν υπάρχουν βεβαιωμένα στοιχεία, κρίνεται σκόπιμο να παρατίθενται τυχόν προβλέψεις (π.χ. για τον αριθμό των δικαιούχων ενός ωφελήματος) και εν ανάγκη να γίνονται ορισμένες υποθετικές παραδοχές.